αθιβολεύω

αθιβολεύω
(I)
ψαρεύω με αθίβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. αθίβολος.
ΠΑΡ. αθιβόλεμα].
————————
(II)
[αθιβολή]
αθιβάλλω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι …   Dictionary of Greek

  • αθιβόλεμα — το [αθιβολεύω (Ι)] ψάρεμα με αθίβολο …   Dictionary of Greek

  • αναθιβολεύω — 1. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω 2. υπενθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αθιβολεύω (ΙΙ)*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”